ομοχειρία

ομοχειρία
η
το σύνολο των αντρών που χειρίζονται πυροβόλο πολεμικού πλοίου, ομάδα πυροβολητών πολεμικού πλοίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομοχειρία — η ναυτ. ομάδα ανδρών που υπηρετούν και χειρίζονται ένα πυροβόλο πλοίου και διοικούνται συνήθως από υπαξιωματικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χείρ, χειρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”